Κώστας Ζάπας
Ένας αθόρυβος αλλά σημαντικός άνθρωπος του κινηματογράφου-και όχι μόνον, ο Κώστας Ζάπας, με τέσσερις ταινίες μεγάλου μήκους στο ενεργητικό του από το 2004 μέχρι τώρα, μίλησε στο GrandMagazine«εφ’ όλης της ύλης», με την ευκαιρία της ολοκλήρωσης των γυρισμάτων της πέμπτης ταινίας του με τίτλο «Αγάπη, αγάπη, αγάπη» με την οποία επιχειρεί ένα άνοιγμα σε ευρύτερο κοινό. Η συζήτηση, που έγινε σε ένα ιστορικό χώρο γεμάτο καλλιτεχνικές μνήμες, το ολοζώντανο και φωτεινό Floral της πλατείας Εξαρχείων, ανέδειξε το έλλειμμα πολιτισμού που βασανίζει τη χώρα μας και που κανένα οικονομικό πακέτο δεν μπορεί να συμπληρώσει και να θεραπεύσει όσο δεν μεταβάλλουμε τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την παιδεία και την ελευθερία.
Αν και μέχρι σήμερα έχετε γυρίσει τέσσερις ταινίες που είχαν διεθνή απήχηση, δεν υπάρχουν αρκετές διαθέσιμες πληροφορίες για τη ζωή και το έργο σας. Να ξεκινήσουμε από την αρχή λοιπόν. Πως ξεκίνησε για σας η περιπέτεια του σινεμά και ποιες ήταν οι επιρροές σας;
Ξεκίνησε από ανάγκη! Το 1996 είχα γράψει ένα σενάριο με τίτλο «Μπλε Καρδιά» και με θέμα την περιβόητη τότε Generation X, εποχή που δεν είχαν καν γίνει ταινίες για αυτήν. Πολλοί μου είπαν ότι ήταν ένα «αμερικάνικο» σενάριο και με ενθάρρυναν να το αναπτύξω, ωστόσο στην πορεία αυτό που εισέπραττα στις συζητήσεις μου με πιθανούς συνεργάτες στη δημιουργία της ταινίας ήταν ένα συνεχές «αυτό δεν γίνεται, εκείνο πως σου ήρθε» κοκ. Απογοητευμένος, αφού δεν μπορούσα να τους πείσω για το αυτονόητο, το ότι «η τέχνη ξεκινά πάντα με αφετηρία και σκοπό να πραγματοποιήσει αυτό που δεν γίνεται», αποφάσισα να μετατρέψω το σενάριο μου σε μυθιστόρημα, το οποίο εκδόθηκε τότε από τον Κέδρο και αμέσως μετά να κλειστώ κυριολεκτικά για ένα χρόνο σε ένα studio στου Ψυρρή όπου έμαθα τα πάντα για την κινηματογραφική τεχνική. Έφθασα στο σημείο να στήνω σκουπόξυλα και να κολλάω σελοτέιπ στους τοίχους, δοκιμάζοντας με την κάμερα λήψεις που θα αποδείκνυαν ότι «αυτό γίνεται»! Από την άλλη οι καλλιτεχνικές επιρροές μου ήταν άπειρες ωστόσο η βασική μου επιρροή ήταν η ίδια η έννοια της εικόνας ως φορέα ιδεών και πολιτισμού αφού μεγάλωσα σε ένα κόσμο βομβαρδισμένο από εικόνες μέσα και έξω από το σπίτι.
Τι άποψη έχετε για την κατάσταση της εγχώριας κινηματογραφίας σήμερα?
Αν και από μερίδα του ξένου κυρίως τύπου έχει γραφτεί ότι είμαι κάτι σαν πατέρας αυτού του ρεύματος του new weird cinema, εγώ δεν είμαι και τόσο σίγουρος αλλά ούτε και αισιόδοξος. Ίσως είχε έρθει η ώρα για την Ελλάδα να κάνει το μεγάλο φεστιβαλικό μπαμ που πέρασε και έφυγε. Και θα σας εξηγήσω γιατί. Το όλο θέμα ξεκινά από την προσπάθεια των διεθνών φεστιβάλ, εδώ και πολλά χρόνια, να δικαιολογούν τις επιχορηγήσεις τους, δημιουργώντας κάθε τόσο «μόδες» με βάση εθνικές κινηματογραφίες. Πότε Αργεντινή, πότε Δανία, πότε κάποια άλλη χώρα. Οι μόδες όμως έρχονται και παρέρχονται και αν ένα σκηνοθετικό όνομα κατάφερε να έχει διάρκεια, θεωρώ πως αυτό ήταν του Λαρς Φον Τριερ. Κι άλλοι δημιουργοί ξεπετάχτηκαν όπως ο Ινιάριτου, ο Αρονόφσκι αλλά σύντομα ενσωματώθηκαν στο σύστημα παραγωγής. Μόνο ο Τριερ παρέμεινε πρωτοπόρος και αιρετικός όπως την εποχή που πρωτοεμφανίστηκε. Φανταστείτε τώρα πόσες ταινίες γυρίζονται κάθε χρόνο στα πλαίσια εθνικών κινηματογραφιών, μερικές από τις οποίες κόβουν μάλιστα χιλιάδες ή και εκατομμύρια εισιτήρια. Ποιόν αφορούν όμως εκτός των συνόρων τους; Σχεδόν κανένα! Μόνο ο χρόνος είναι ο καλύτερος σύμβουλος για το αν θα μπορέσει το έργο ενός δημιουργού να παραμείνει φρέσκο και διαχρονικό.
Θεωρείτε ότι υπάρχει κάποιο καλλιτεχνικό ρεύμα τύπου GreekWeirdCinema ή απλά είναι «ο καθένας για τον εαυτό του»?
Έχω πει σε πολλούς νέους δημιουργούς να προσέξουν και να μην επαίρονται για τις κριτικές και τα άρθρα που τους γράφουν στην Ελλάδα. Δεν μπορεί να είναι όλοι ο επόμενος Ταρκόφσκι ή Μπέργκμαν ή Φελίνι. Κάθε έργο τέχνης έχει τη δική του αξία αλλά η αλαζονεία είναι κακός σύμβουλος και το μόνο που μπορεί να αφήσει είναι ίσως η ανάμνηση από κάποιες φωτογραφίες στο κόκκινο χαλί. Όσο για ρεύματα και ομάδες έχω να πω ότι η τέχνη είναι μοναχική. Κάθε δημιουργός έρχεται και αφήνει την παρακαταθήκη του και αν το έργο του είναι σημαντικό θα συμβάλει στην εξέλιξη του κινηματογράφου. Ο δημιουργός βλέπει τον κόσμο μόνος από το δικό του «παράθυρο» και πρέπει να μπορεί να σηκώσει το βάρος αυτής της μοναξιάς. Πρέπει να είναι δυνατός και να αντέχει την αρρώστια που βλέπει και καταγράφει από αυτό το παράθυρο. Η τέχνη δεν είναι σωματείο ούτε μαζική οργάνωση. Πάντα ήταν και θα είναι ο καθένας μόνος του.
Υπάρχει μια σταθερή θεματική στις ταινίες σας γύρω από το θεσμό της οικογένειας και τον λανθάνοντα ερωτισμό που αυτός περικλείει/καταπιέζει. Ποια είναι η θέση σας για τον έρωτα γενικότερα?
Από πολύ μικρός κατάλαβα ότι μου είναι αδύνατον να αντιληφθώ αυτό που ονομάζουμε χοντρικά καθημερινότητα. Έτσι έμαθα να την ξεπερνάω μέσα από την τέχνη. Στην ηλικία που βρίσκομαι πλέον, αυτό που με κάνει να ζω, να αναπνέω και να δημιουργώ είναι τα υπερβατικά πράγματα, η αγάπη και η τέχνη. Βαριέμαι το καθημερινό και το εφήμερο. Όσον αφορά τη σεξουαλικότητα στις ταινίες μου έχω να δηλώσω ότι δεν πιστεύω σε ταμπέλες, ημερολόγια και λοιπά έγγραφα. Η ηθική και εξ αυτής η άποψη για το σεξ διαμορφώνονται ανάλογα με τις κοινωνικοπολιτικές και ιστορικές συνθήκες. Λόγου χάρη, στη Μινωική Κρήτη η μητέρα ενός νέου που δεν ήταν ικανός να βρει έναν εραστή που θα του μάθαινε τα μυστικά του πολέμου και του έρωτα, θα μπορούσε ακόμη και να αυτοκτονήσει από ντροπή, κάτι που στη σημερινή Κρήτη θα ακουγόταν τόσο παράλογο που θα τους έπαιρναν με τις πέτρες! Για αυτό λοιπόν δεν πιστεύω σε ταμπέλες. Ο ερωτισμός και τα ένστικτα είναι αμετάβλητα, η ηθική είναι που αλλάζει. Η μόνη διάκριση που κάνω στους ανθρώπους είναι ελεύθεροι και ανελεύθεροι. Οι ελεύθεροι είναι που «προσφέρονται» σώμα και ψυχή όπου εκείνοι θέλουν ενώ οι άλλοι αρνούνται και υποχωρούν, βυθισμένοι σε μια στείρα δυστυχία.
Με δεδομένη τη θεματολογία των ταινιών σας και την ας πούμε τραχύτητα της κινηματογράφησής τους θεωρείτε ότι είναι εύκολη η πρόσβασή τους σε ένα πλατύτερο από το αυστηρά καλλιτεχνικό κοινό? Θα σας ενδιέφερε η ευρύτερη αναγνώριση του έργου σας? Θα κάνατε αισθητικές παραχωρήσεις προς μια πιο mainstream αισθητική αν χρειαζόταν?
Η άμεση απάντηση είναι όχι! Είχα ευκαιρίες και προτάσεις και από τις δύο μεριές του Ατλαντικού για να βρω μια θέση και την αναγνώριση που θα μου εξασφάλιζε η ένταξη σε ένα σύστημα παραγωγής. Δεν το έκανα, από άποψη. Ωστόσο θεωρώ ότι το κυριότερο πρόβλημα σήμερα είναι αυτό το τρομακτικό έλλειμμα παιδείας και πολιτισμού που θα έκανε έναν 16άρη να απαντήσει στο ερώτημα, ποια είναι η καλύτερη ταινία όλων των εποχών, τα…Σαγόνια του Καρχαρία! Με αυτόν τον κόσμο οι δημιουργοί έχουν ευθύνη να βρουν κάποιο σημείο επαφής. Κι όπως λέει το παλιό ρητό όταν ο Μωάμεθ δεν πάει στο βουνό, τότε έρχεται το βουνό στον Μωάμεθ. Αυτό επιχείρησα να κάνω με τον Φρανκενστάιν, που για μένα είναι περισσότερο μια μεγάλη ιστορία αγάπης παρά η διήγηση της δημιουργίας ενός τέρατος, δεδομένου ότι η Σέλλεϊ ανήκε στον κύκλο των καταραμένων ρομαντικών δημιουργών της εποχής. Αυτό το σχέδιο έχει μετατραπεί σε μυθιστόρημα που ήδη κυκλοφορεί στα Ελληνικά και Αγγλικά ως Frankenstein Rec, και για τη μεταφορά του στην οθόνη οι συζητήσεις με Αμερικανούς παραγωγούς συνεχίζονται. Αυτό επιχειρώ να κάνω και με την πέμπτη μου ταινία «Αγάπη, αγάπη, αγάπη». Συνεργαζόμενος με τους πιο κατάλληλους ανθρώπους από όλο το φάσμα του καλλιτεχνικού χώρου, όπως η σπουδαία Αγγελική Παπαθεμελή στον πρωταγωνιστικό ρόλο, επιχειρώ ένα άνοιγμα στο ευρύτερο art house κοινό, χωρίς να κάνω υποχωρήσεις από τις αρχές του κινηματογράφου που πρεσβεύω.
Πως διαλέγετε συνεργάτες και καστ?
Τάσσομαι υπέρ του κινηματογράφου των ερμηνειών. Ο ηθοποιός είναι το παν και πρέπει να το κατανοήσει αυτό. Δεν αρκεί από τη μια να έχει το ταλέντο μιας Κάλλας και από την άλλη να συμπεριφέρεται σαν λαϊκό είδωλο της πίστας. Θα ήταν εντελώς αυτοκαταστροφικό. Πρέπει λοιπόν να δουλέψουμε να βγει μια νέα γενιά ερμηνευτών που, πέρα από το αναμφισβήτητο ταλέντο, θα έχει και την πνευματική προσωπικότητα που θα το υποστηρίζει. Να έχει συναίσθηση του ταλέντου της αλλά και του μόχθου που απαιτείται για να λειτουργήσει και να αποδώσει αυτό. Να μην παραμένουν οι ερμηνευτές όργανα που ξεκουρδίζονται και αχρηστεύονται στο πέρασμα του χρόνου…
Ποίηση, συμβολισμοί, ερωτισμός, περιθώριο. Θα κάνατε έτσι για αλλαγή ένα sitcom αν σας το πρότειναν?
Ακούγεται αστείο αλλά ακόμη και στην περίπτωση που θα αναλάμβανα μια ταινία με θέμα μια ευκατάστατη οικογένεια και πάλι περιθωριακή θα φαινόταν, διότι τα αρχέτυπα παραμένουν ίδια. Είτε κάνεις ταινία για το περιθώριο είτε sitcom τα δεδομένα λειτουργούν με πανομοιότυπο τρόπο, μια και έχουμε χάσει μέχρι στιγμής το στοίχημα του εκπολιτισμού ως ανθρωπότητα. Ο πολιτισμός βρίσκεται ακόμη σε νεαρή ηλικία. Μόλις δυόμιση χιλιάδες χρόνια μας χωρίζουν από το αρχέτυπο «Γιατί» που εξέφρασαν πρώτοι οι αρχαίοι Έλληνες. Σε αντίθεση, τα πρωτόγονα ένστικτα μας ακολουθούν χιλιάδες χρόνια και είναι ακόμη πανίσχυρα όπως και στην εποχή των σπηλαίων. Δεν έχει καμιά σημασία αν κάποιοι δημιουργούν, εξελίσσουν ή μοιράζονται τον πολιτισμό εφόσον δεν καταφέρνει να γίνει κτήμα των δισεκατομμυρίων σημερινών ανθρώπων. Ποια είναι η αλλαγή όταν, αντί να σφάξουμε με τα χέρια μας το ζώο που τρώμε το ψωνίζουμε από το κρεοπωλείο χωρίς να βάφουμε τα χέρια μας με αίμα και αντί για μάγους και φύλαρχους έχουμε θρησκευτικούς και πολιτικούς ηγέτες που φέρονται με ανάλογο τρόπο στους ακόλουθους-υπηκόους. Κι όπως πάνε τα πράγματα, αν ο 20ος αιώνας ανήκε στην νεύρωση, πολύ φοβάμαι ότι ο 21ος θα είναι ο αιώνας της ψύχωσης. Βλέπουμε πολιτικούς, βλέπουμε κληρικούς να λειτουργούν ως υπεράνθρωποι, βλέπουμε λαούς ολόκληρους να περιχαρακώνονται σε ένα πλαίσιο σκέψης αυτοτροφοδοτούμενο και κλειστό. Σαν ένας παγκόσμιος παραμορφωτικός καθρέφτης που στέλνει πίσω ένα είδωλο, αντεστραμμένο, φτιαχτό. Ε λοιπόν αυτή η αδυναμία κατανόησης και αντίληψης του εαυτού μας και του κόσμου που μας περιβάλλει είναι ένα παγκόσμιο ψυχωσικό επεισόδιο! Με τις ταινίες μου προσπαθώ να κρατήσω ορθό τον καθρέφτη απέναντι στο θεατή και να τον κάνω, έστω και δύσκολα, να αντιληφθεί την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει, να αντικρίσει τον αληθινό του εαυτό και να επιτύχει την κάθαρση.
Με δεδομένες τις συνεχείς κατηγορίες συντηρητικών κύκλων ότι οι gay έχουν «πιάσει τα πόστα» και επηρεάζουν το καλλιτεχνικό γίγνεσθαι, θεωρείτε ότι υπάρχει gay αισθητική ή ότι όλα αυτά είναι υπερβολές?
Πρέπει να λέμε την αλήθεια. Τόσο στο διεθνή όσο και στον εγχώριο καλλιτεχνικό χώρο οι gay έχουν δύναμη. Εγώ από την άλλη δεν χρησιμοποιώ στο έργο μου ταμπέλες αισθητικής, με αποτέλεσμα ουδέποτε να έχω την υποστήριξη της gay κοινότητας, ακόμη και στην περίπτωση της Ανταρσίας της Κόκκινης Μαρίας. Παρά τις εξαιρετικές κριτικές σε ξένα Φεστιβάλ και εγχώρια μέσα, η ταινία δεν προσκλήθηκε ούτε σε ένα Queer φεστιβάλ! Και έχει σημασία αυτό για μια ταινία με εντελώς διαφορετική από την επικρατούσα απεικόνιση της σεξουαλικότητας. Όπως έγραψαν και κάποια ξένα έντυπα η ταινία αντανακλά την επαναστατικότητα ενός gay parade στις σκοτεινές εποχές του ρηγκανισμού των 80s και αυτό με ενδιέφερε να παρουσιάσω, την ουσία της Ελευθερίας μακριά από ταμπέλες και στερεότυπα. Εξάλλου, όπως έλεγε και ο Παζολίνι, η ομοφυλοφιλία είναι μια επαναστατική πράξη άρνησης του παγκόσμιου τρίπτυχου «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια», ενώ για τους σύγχρονους gay ανθρώπους έχει γίνει κάτι ανάμεσα σε ρούχο που φοράνε και παντιέρα που ανεμίζουν. Ειλικρινά πιστεύω στην ελευθερία του ατόμου και για εμένα η ομοφυλοφιλία είναι ανθρώπινη κατάσταση και δεν συνιστά από μόνη της αισθητικό ρεύμα.
Έχετε τελειώσει τα γυρίσματα της πέμπτης ταινίας σας. Θα μας πείτε δύο λόγια για αυτήν? Έχετε εξασφαλίσει διανομή?
Η «Αγάπη, αγάπη, αγάπη» είναι μια ιστορία απόλυτης αγάπης. Η Στέλλα, σαραντάρα και όμορφη, μετά το θάνατο του άντρα της σε ένα περίεργο τροχαίο, δίνει παραστάσεις sex show σε έναν παλιό κινηματογράφο τέχνης, που έχει μετατραπεί σε στριπτιζάδικο, προκειμένου να επιβιώσει αυτή και η νεαρή κόρη της, Φανή. Εκεί θα την γνωρίσει ένας γερασμένος πια playboy, ο Νίκος, που περιφέρεται μόνος, παρατημένος από την γυναίκα του, αλλά και τον γιο του, τον Έκτορα, ο οποίος μόλις έχει παντρευτεί. Ο Νίκος θα αγαπήσει την Στέλλα ακαριαία, απόλυτα, απεγνωσμένα. Και θα την διεκδικήσει. Όμως τα παιδιά τους, η Φανή κι ο Έκτορας, θα διεκδικήσουν κι αυτά το μερίδιό τους από την αγάπη. Το θέμα είναι κατά πόσο η αγάπη θα μπορέσει να επέμβει και να αλλάξει την μοίρα αυτών των ανθρώπων; Με την Αγγελική Παπαθεμελή στο ρόλο τη Στέλλας και την Νικολίτσα Ντρίζη στο ρόλο της Φανής, στην ταινία συμμετέχουν σε guest ρόλους η Μάρα Δαρμουσλή, ο Ερρίκος Λίτσης η Δήμητρα Χατούπη, και ο Δημήτρης Πουλικάκος ενώ στους ρόλους του Νίκου και του Έκτορα εμφανίζονται ο σχεδόν μόνιμος συνεργάτης μου Αντώνης Παπαδόπουλος και ο πρωτοεμφανιζόμενος Άγγελος Βαλέρας. Θα ήθελα εδώ να πω ότι το πρόβλημα δεν είναι η διανομή. Στην Ελλάδα το πρόβλημα είναι να βρεις το κοινό. Γιατί, πέρα από την έλλειψη παιδείας και πολιτισμού, υπάρχει και ένα σοβαρό οικονομικό πρόβλημα που αποθαρρύνει το πλατύ κοινό να βάλει το χέρι στην τσέπη για θεάματα έτσι ώστε επιτυχημένα στο εξωτερικό blockbusters να μην κόβουν πάνω από 20-30 χιλιάδες εισιτήρια, ενώ στο δυτικό κόσμο, η εμπορική τουλάχιστον άνθηση του κινηματογράφου είναι ένα γεγονός. Όπως όμως γεγονός είναι ότι δεν βρίσκεται πλέον σε άνθηση ο κινηματογράφος των δημιουργών.
Και για να κλείσουμε, πως βλέπετε το καλλιτεχνικό μέλλον για την χώρα αλλά και για σας προσωπικά?
Χωρίς να θέλω να φανώ απαισιόδοξος, επαναλαμβάνω ότι οι καλλιτέχνες γενικά και οι κινηματογραφικοί δημιουργοί ειδικότερα διαγράφουν σαν τους κομήτες μοναχικές τροχιές και αφήνουν απλώς στο πέρασμά τους ίχνη για τις επόμενες γενιές. Πάντα λοιπόν θα υπάρχει υλικό που θα ανανεώνει το καλλιτεχνικό στερέωμα, είτε με λαμπρότητα είτε με πιο χαμηλούς τόνους. Εγώ πάντως είμαι άνθρωπος χωρίς απωθημένα αφού πάνω από όλα έχω αγαπήσει και έχω αγαπηθεί, θέλω να πω δηλαδή ότι ήδη μου έχει συμβεί το σπουδαιότερο που θα μπορούσε να ζητήσει στη ζωή του ένας άνθρωπος. Μπροστά στην αγάπη όλα τα άλλα έρχονται δεύτερα…
Συνέντευξη: Τάσος Ντερτιλής
Location: Floral Café, Εξάρχεια
Info: [email protected], https://www.facebook.com/minus.pictures?fref=ts