24ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης: Χρυσός Αλέξανδρος στο Σπίτι από Θραύσματα

Ο «Χρυσός Αλέξανδρος», το μεγάλο βραβείο του Διεθνούς Διαγωνιστικού Τμήματος που συνοδεύεται από χρηματικό έπαθλο 12.000€, απονεμήθηκε στο ευαίσθητο ντοκιμαντέρ «Σπίτι από θραύσματα / A House Made of Splinters» του Σάιμον Λέρενγκ Βίλμοντ (Δανία-Φινλανδία-Σουηδία-Ουκρανία).Το Σπίτι από Θραύσματα του Σάιμον Λέρενγκ Βίλμοντ, έχοντας κερδίσει τον Χρυσό Αλέξανδρο, μπαίνει αυτομάτως στη λίστα προεπιλογής για το Όσκαρ Καλύτερου Ντοκιμαντέρ. 

Σύμφωνα με το σκεπτικό της επιτροπής:

«… Ο Χρυσός Αλέξανδρος απονέμεται σε μια αξέχαστη ταινία που ρίχνει φως στο βάρος που επωμίζονται τα παιδιά για τις φρίκες και τα σφάλματα που διαπράττει ο κόσμος των ενηλίκων, οι οποίοι θα έπρεπε κανονικά να τους προσφέρουν φροντίδα. Ο Χρυσός Αλέξανδρος απονέμεται στην ταινία Σπίτι από θραύσματα…» 

Λίγα λόγια για την ταινία: 

Καθώς ο πόλεμος στην Ανατολική Ουκρανία ρίχνει βαριά τη σκιά του στις άπορες οικογένειες που ζουν κοντά στην πρώτη γραμμή του πυρός, μια μικρή ομάδα κοινωνικών λειτουργών επιδεικνύει τρομερή αποφασιστικότητα, εργαζόμενη ακατάπαυστα σ’ ένα ειδικό ορφανοτροφείο. Σκοπός της ομάδας είναι η δημιουργία ενός περιβάλλοντος, στο οποίο τα παιδιά θα ζουν με ασφάλεια όσο οι κρατικές και δικαστικές αρχές αποφασίζουν το μέλλον τους. 

Μια ταινία ευαίσθητη, συγκινητική και απόλυτα μελαγχολική που σήμερα είναι τραγικά επίκαιρη, καθώς η πόλη στην οποία γυρίστηκε ανήκει πλέον στο αυτοανακηρυγμένο ανεξάρτητο κράτος του Λουχάνσκ και οι τύχες των περισσότερων παιδιών και των ενηλίκων που πρωταγωνιστούν παραμένουν ακαθόριστες.

 

Η Προβολή και το Q&A με τον σκηνοθέτη Σάιμον Λέρενγκ Βίλμοντ  

Στο πλαίσιο του 24ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, το ντοκιμαντέρ Σπίτι από θραύσματα (A House Made of Splinters) του Σάιμον Λέρενγκ Βίλμοντ προβλήθηκε την Τετάρτη 16 Μαρτίου, στο Ολύμπιον, σε διεθνή πρεμιέρα, παρουσία του σκηνοθέτη.  Πριν την προβολή του ντοκιμαντέρ, ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, Ορέστης Ανδρεαδάκης, καλωσόρισε τον σκηνοθέτη λέγοντας: «Ένα ντοκιμαντέρ για παιδιά πάντα μας συγκινεί. Ένα ντοκιμαντέρ για την Ουκρανία μας κάνει να ανοίγουμε τα μάτια μας. Ένα ντοκιμαντέρ για τα παιδιά στην Ουκρανία είναι πολύ σημαντικό. Είμαστε πολύ χαρούμενοι που καλωσορίζουμε απόψε έναν πολύ καλό σκηνοθέτη και φίλο του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ, τον Σάιμον Λέρενγκ Βίλμοντ». O σκηνοθέτης, με τη σειρά του, δήλωσε πως το θέμα της ταινίας είναι εξαιρετικά επίκαιρο, αλλά και ότι ελπίζει να ακούσει χειροκρότημα και μετά την προβολή της ταινίας. 

Μετά την προβολή, ακολούθησαν ερωτήσεις από το κοινό. Σε ερώτηση σχετικά με το αν οι διάλογοι των παιδιών βασίζονται σε σενάριο, ο σκηνοθέτης εξήγησε πως «δεν υπάρχει σενάριο, είναι οι πραγματικές τους αντιδράσεις. Αν αισθάνεστε πως οι διάλογοι μεταξύ τους είναι πολύ ώριμοι για την ηλικία τους είναι λόγω των εμπειριών τους. Πολλά παιδιά μεγαλώνουν απότομα και αποκτούν μια σοφία γύρω από τη ζωή πολύ νωρίτερα από ό,τι πρέπει». Όσο για το πώς ήταν τα παιδιά τόσο εξοικειωμένα με την κάμερα, δήλωσε τα εξής: «Πηγαινοερχόμουν στην Ουκρανία για ενάμιση χρόνο για να γυρίσω το ντοκιμαντέρ. Έπρεπε να χτίσω την εμπιστοσύνη μεταξύ μας ώστε να αντιδρούν φυσιολογικά απέναντι στην κάμερα και να είναι ο εαυτός τους. Επίσης, ήμουν μόνο εγώ και ο βοηθός μου στη διάρκεια των γυρισμάτων και έχω δύο παιδιά στην ηλικία τους, οπότε μου άρεσε να περνάω χρόνο μαζί τους. Ήθελα να μάθω όσα περισσότερα μπορούσα γι’ αυτά και αγαπούν πολύ την προσοχή που τους δίνεις. Στις πιο συναισθηματικές σκηνές, δεν ένιωθαν ότι υπάρχει ένας ξένος στον χώρο αλλά ένιωθαν ασφάλεια που βρισκόμουν εκεί γιατί με γνώριζαν», απάντησε ο Σάιμον Λέρενγκ Βίλμοντ.

Σε άλλη ερώτηση σχετικά με το πόσο τον επηρέασαν οι έντονα συναισθηματικές στιγμές και αν έχει πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση του ασύλου αυτή τη χρονική περίοδο, ο σκηνοθέτης ανέφερε: «είναι οι πιο δύσκολες σκηνές που έχω γυρίσει και θα γυρίσω. Ένα από τα πιο δύσκολα πράγματα του να κάνεις ένα τέτοιο φιλμ είναι ότι ενώ θέλω να βοηθήσω τα παιδιά γιατί νοιάζομαι γι’ αυτά -ήρθα πολύ κοντά τους σε όλη αυτή την περίοδο των γυρισμάτων- την ίδια στιγμή δεν έχω καμία δύναμη να το πράξω. Αγωνίζομαι όσο μπορώ και τους δίνω φωνή γιατί κανένας άλλος δεν το κάνει. Όσο για το ποια είναι η κατάσταση που επικρατεί τώρα, όταν τελειώσαμε με τα γυρίσματα θέλαμε να κάνουμε κάτι παραπάνω για τα παιδιά και φροντίσαμε να υπάρχουν δύο ψυχολόγοι που εξειδικεύονται στο παιδικό τραύμα προκειμένου να τους μιλούν συχνά και να βλέπουν πως είναι καλά. Οι ίδιοι βοήθησαν και ένα από τα παιδιά της ταινίας να πάει προς τα δυτικά, οπότε είναι ασφαλή τώρα. Ένα άλλο από τα παιδιά δεν ήθελε να φύγει από την πόλη του γιατί εκεί είναι οι συγγενείς του».

Σχετικά με τον ρόλο της μουσικής στην ταινία και για το αν προκαλεί το συναίσθημα του θεατή, ο Βίλμοντ απάντησε: «δεν είμαι σίγουρος ότι έβαλα την μουσική στις σωστές σκηνές. Δεν πίστευα ποτέ πως θα γυρίσω μια τόσο δραματική ταινία και ίσως να το παράκανα με τη μουσική γιατί ήθελα να βγάλω την ομορφιά των παιδιών στον μεγαλύτερο βαθμό που γίνεται. Πιστεύω όμως πως υπάρχει μια καλή ισορροπία». Όσο για τον χρόνο που χρειάστηκε για το μοντάζ του φιλμ, ο σκηνοθέτης είπε πως είχε μια άριστη συνεργασία με τον μοντέρ του και πως η όλη διαδικασία κράτησε περίπου έξι μήνες.

Σε ερώτηση σχετικά με το κατά πόσο πρόβλημα του αλκοολισμού επηρεάζει όλες τις οικογένειες στην περιοχή, ο κ. Βίλμοντ απάντησε: «Ναι, τις περισσότερες από αυτές. Υπάρχουν πολλά κοινωνικά προβλήματα στην περιοχή λόγω αλκοολισμού και ενδοοικογενειακής βίας και όπως μου είπε η υπεύθυνη του ασύλου, τα τελευταία έξι χρόνια υπάρχει ένα τσουνάμι τέτοιων περιπτώσεων. Ο πόλεμος σιγόβραζε εδώ και πολλά χρόνια και η ταινία δείχνει τις μακροπρόθεσμες συνέπειές του. Τις πιο “αόρατες” επιπτώσεις που έχει σε αγροτικές περιοχές που δεν είναι στη πρώτη γραμμή. Ανεργία και άνθρωποι που είναι εγκλωβισμένοι εκεί, οι οποίοι δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς το μπουκάλι. Είναι μια χιονοστιβάδα καταστάσεων και όλοι εκεί ήθελαν να βγω μπροστά και να δείξω στον έξω κόσμο τι συμβαίνει. Θα γινόταν προβολή στο Κίεβο αυτό τον μήνα, είχαμε προσκαλέσει όλους τους VIP και πολιτικούς».

Στη συνέχεια, ο σκηνοθέτης ρωτήθηκε για το πώς αντιμετώπισε το πρόβλημα με τη γλώσσα και για το ποιες τεχνικές χρησιμοποίησε για τον ήχο. Σύμφωνα με τον ίδιο, «γνωρίζω λίγο τη ρώσικη γλώσσα οπότε καταλάβαινα τα παιδιά, ιδίως τα πιο μικρά, γιατί είμαι στο επίπεδό τους. Κάποιες φορές έβλεπα όμορφες σκηνές μεταξύ τους ή καυγάδες που φαινόταν τέλειες και όταν μού γινόταν η μετάφραση μάθαινα ότι ο καυγάς μπορεί να ήταν πχ για ένα παπούτσι. Όσον αφορά τον ήχο είναι η αχίλλειος πτέρνα μου -αν ρωτούσατε τους ηχολήπτες μου θα γελούσαν- καθώς ο ήχος μου ήταν άθλιος. Περάσαμε πολλές ώρες για να καθαρίσουμε τους γύρω ήχους».

Σε σχόλιο από το κοινό ότι η ταινία θυμίζει Τα μυθικά πλάσματα του νότου, ο σκηνοθέτης απάντησε πως ήταν μια από τις αναφορές του. Όσο για το τι έγινε με τα παιδιά που υιοθετήθηκαν: «το ένα από τα κορίτσια είναι πλέον με τη θετή του οικογένεια. Για το άλλο, δυστυχώς, η υποψήφια μαμά άλλαξε γνώμη και δεν θέλησε να προχωρήσει με την υιοθεσία, οπότε έπρεπε να πάει στο ορφανοτροφείο. Αλλά τα δύο αυτά κορίτσια που είχαν αναπτύξει μια πολύ καλή φιλία κατά τη διαμονή τους στο άσυλο και συνεχίζουν να επικοινωνούν, κάτι που είναι πολύ όμορφο».