The Hateful Eight – Οι Μισητοί Οκτώ

Παραγωγή: ΗΠΑ – 2015 

Διάρκεια: 168 λεπτά

Είδος: Γουέστερν

Βαθμολογία: * * *

Σκηνοθεσία: Quentin Tarantino

Πρωταγωνιστούν: Samuel L. Jackson, Kurt Russell, Jennifer Jason Leigh, Walton Goggins, Demián Bichir, Tim Roth, Michael Madsen, Bruce Dern, James Parks, Dana Gourrier, Zoë Bell, Lee Horsley, Gene Jones, Keith Jefferson, Craig Stark, Belinda Owino και ο  Channing Tatum.

Υπόθεση: Μερικά χρόνια μετά τον Αμερικάνικο Εμφύλιο, μία άμαξα διασχίζει βιαστικά το χιονισμένο τοπίο κάπου στο Ουαϊόμινγκ. Με αυτήν ταξιδεύει ο κυνηγός επικηρυγμένων Τζον Ρουθ (Κερτ Ράσελ), γνωστός ως Κρεμάλας και η «Κρατούμενή» του Ντέιζι Ντόμεργκιου (Τζένιφερ Τζέισον Λι). Προορισμός είναι το Red Rock, όπου ο Ρουθ σκοπεύει να φέρει την Ντόμεργκιου ενώπιον του δικαστή και βέβαια ενώπιον του δήμιου. Στο δρόμο, μαζεύουν δύο επιβάτες που έχασαν τα άλογά τους μέσα στη θύελλα: τον ταγματάρχη Μαρκίς Ουόρεν, έναν μαύρο πρώην στρατιώτη του στρατού των Βορείων που έχει γίνει διαβόητος «Κυνηγός Κεφαλών» (Σάμιουελ Λ. Τζάκσον) και είναι παλαιός γνώριμος του Ρουθ, και τον Κρις Μάνιξ (Ουόλτον Γκόγκινς), έναν Νότιο αντάρτη που υποστηρίζει ότι πηγαίνει στο Red Rock για να αναλάβει Σερίφης της πόλης. Όταν η χιονοθύελλα δυναμώνει, ο Ρουθ, οι ταξιδιώτες αναζητούν καταφύγιο στο μαγαζί της Μίνι, μία στάση για άμαξες στο ορεινό πέρασμα. Όταν φτάνουν εκεί, δεν βρίσκουν την ιδιοκτήτρια αλλά τέσσερις άγνωστους. Ο «Μεξικάνος» Μπομπ (Ντέμιαν Μπιτσίρ), ο οποίος φροντίζει την στάση όσο η ιδιοκτήτρια επισκέπτεται τη μητέρα της, έχει αποκλειστεί εκεί με τον «Ανθρωπάκο» Οσβάλντο Μομπρέι (Τιμ Ροθ), τον δήμιο του Red Rock, τον «Γελαδάρη» Τζο Γκέιτζ (Μάικλ Μάντσεν), και τον Στρατηγό του στρατού των Νοτίων, τον «Νότιο» Σάνφορντ Σμίδερς (Μπρους Ντερν). Καθώς η χιονοθύελλα δυναμώνει, η πλοκή πυκνώνει…

Γουέστερν συνέχεια λοιπόν μετά το Django για τον πιο σινεφίλ δημιουργό του Χόλιγουντ που μας παραδίδει την 8η και πιο «μισητή» ταινία του. Ένα καλειδοσκόπιο κακίας, απληστίας, βίας και κτηνωδίας, όπως αρμόζει στους στυλοβάτες ενός πολιτισμού που οικοδομήθηκε πάνω στο φόνο και το ρατσισμό με σκοπό το κέρδος και την επικράτηση του ισχυρότερου. Σατιρικό μέχρι αηδίας, ξεκινά με ένα εντυπωσιακό πλάνο του ξύλινου αγάλματος ενός Εσταυρωμένου, ενός τοτέμ κάτω από το οποίο περνάει η άμαξα καθώς ανεβαίνει προς το δικό της τόπο μαρτυρίου, όπου τα όρια του σπλάτερ θα δοκιμασθούν πολλές φορές μέχρι το ανατρεπτικό φινάλε. Η Αμερική μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο που την διαμόρφωσε στα μέσα του 19ου αιώνα πέρασε μια αρκετά μεγάλη περίοδο αναταραχών μέχρι να βρει το δρόμο της και να αρχίσει να γίνεται Υπερδύναμη. Αυτές τις αναταραχές που έχουν αρχίσει και πάλι να κάνουν την εμφάνισή τους στη σύγχρονη εποχή με τη μορφή στοχευμένης ρατσιστικής βίας και απειλούν μακροπρόθεσμα την εθνική συνοχή των Ηνωμένων με το ζόρι Πολιτειών, μεταφέρει ο δαιμόνιος Ταραντίνο στον κόσμο του Γουέστ. Μιμούμενος απόλυτα την αισθητική των  ψιλοαναρχικών γουέστερν της δεκαετίας του 70 που ακολούθησαν την έκρηξη των σπαγκέτι γουέστερν, βάζει στο κέντρο της αφήγησης έναν μαύρο όχι-και-τόσο-ήρωα και χτίζει γύρω του ένα βίαιο παιγνίδι μυστηρίου και σασπένς μέσα στους τέσσερις τοίχους μιας ορεινής καλύβας  και ενώ έξω μαίνεται η θύελλα. Ο ίδιος ο Ταραντίνο δήλωσε ότι βασικές επιρροές του για αυτό το κλειστοφοβικό μακελειό ήταν το δικό του Reservoir Dogs και η κλασσική Απειλή του Τζον Κάρπεντερ, ένα sci fi θρίλερ εξίσου χιονισμένο. Θα έπρεπε να αναφέρει και τους Δέκα Μικρούς Νέγρους της Άγκαθα Κρίστι.

Είναι γνωστή η ευχέρεια που έχει ο Ταραντίνο στη δημιουργία αξέχαστων ολοκληρωμένων χαρακτήρων και θανατερά κοφτερών διαλόγων. Στις ιδανικές συνθήκες ο συνδυασμός έχει δώσει αριστουργήματα (Pulp Fiction, Kill Bill). Εδώ όμως αγαπάει τόσο τους σιχαμερούς χαρακτήρες που δημιούργησε που τους αφήνει ανεξέλεγκτους να εκτελέσουν το θεατή δια της φλυαρίας. Παρά το ευφυές στήσιμο της πλοκής, προς το μέσο της διαδρομής το σύνολο αρχίζει να πλατιάζει και να κουράζει. Ευτυχώς ακολουθεί το τελευταίο κεφάλαιο που βάζει τα πράγματα στην αιματοβαμμένη θέση τους. Συμπέρασμα λοιπόν: η τρίωρη διάρκεια ήταν αχρείαστη. Και στα 130 λεπτά, δουλειά θα γινόταν και μάλιστα πιο αποτελεσματικά. Όμως το τεχνικό μέρος είναι μια οπτικοακουστική πανδαισία. Ο Ταραντίνο επέμενε να γυρίσει την ταινία σε φιλμ με την ξεχασμένη τεχνική Super Panavision 70mm. Αυτή η κόπια που περιλάμβανε και μια 6λεπτη ακουστική εισαγωγή και ένα μουσικό διάλειμμα διαρκεί πάνω από τρεις ώρες και προβλήθηκε σε επιλεγμένες ειδικά εφοδιασμένες αίθουσες ανά τον κόσμο πριν κυκλοφορήσει κανονικά σε ψηφιακή μορφή η ταινία. Σινεφίλ ιδιοτροπία η όχι, το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό, με τη φωτογραφία του τρις βραβευμένου με Oscar Ρόμπερτ Ρίτσαρντσον να μαγεύει το θεατή. Όσο για την πρώτη επίσημη (και σύμφωνα με τις φήμες επεισοδιακή) συνεργασία του Ταραντίνο με τον υπέργηρο πλέον αλλά πάντα ιδιοφυή συνθέτη Ένιο Μορικόνε τι να πεις; Χάρμα ακοής το βασικό θέμα αλλά και η υπόλοιπη ηχητική μπάντα. Τέλος το καστ βρίσκεται σε μεγάλα κέφια με επικεφαλής τον Σάμιουελ Τζάκσον που δίνει εδώ μια από τις ερμηνείες της καριέρας του. Υποψήφια για τρεις χρυσές σφαίρες (σενάριο, μουσική, β΄ γυναικείος ρόλος).

Διανομή: Odeon

Στις αίθουσες από 07.01.16