Η Μάριαμ Χατσβάνι face to face με το Grand Magazine

 

Η Γεωργιανή σκηνοθέτης Μάριαμ Χατσβάνι βρέθηκε στην Αθήνα για την πανελλήνια πρεμιέρα της πρώτης της ταινίας μεγάλου μήκους Dede. Από τα πανύψηλα βουνά του Καυκάσου και τους σκληροτράχηλους κατοίκους του Σβανέτι μέχρι την Αλκυονίδα της οδού Ιουλιανού, ο δρόμος της πανέμορφης και δυναμικής νεαρής δημιουργού υπήρξε μακρύς, επίπονος αλλά το τελικό αποτέλεσμα φαίνεται να τη δικαιώνει, προσθέτοντας και το δικό της όνομα στη λίστα των νέων Ευρωπαίων δημιουργών που αρθρώνουν έναν ενδιαφέροντα και συναρπαστικό κινηματογραφικό λόγο. Γιατί το σινεμά είναι πάνω από όλα οι ιστορίες του και η ιστορία της Μαριάμ άξιζε να ειπωθεί…

Με αφορμή λοιπόν αυτό το υπέροχο κινηματογραφικό ντεμπούτο την συναντήσαμε λίγο πριν την πρεμιέρα για μια όμορφη συζήτηση.

Το Dede είναι η πρώτη σας ταινία μεγάλου μήκους. Πως σας φαίνεται το αποτέλεσμα; Αισθάνεσθε ότι καταφέρατε τελικά να αποδώσετε την ιστορία που είχατε υπόψη;

Είναι αλήθεια ότι μου πήρε τρία χρόνια η προετοιμασία της ταινίας και αρχικά ήμουν τυχερή γιατί όταν ξεκίνησα να γράφω το σενάριο με επέλεξαν να συμμετάσχω στο Sundance Film Lab και στο Cinema Du Monde. Όταν πια ολοκληρώθηκε το σενάριο και αισθανόμουν έτοιμη και δυνατή, τότε υπήρξαν δυστυχώς κάποια προβλήματα που με έφεραν πίσω κατά κάποιο τρόπο. Δέκα μέρες μετά το ξεκίνημα των γυρισμάτων δημιουργήθηκε θέμα με τις τοπικές αρχές και οι ηθοποιοί της ταινίας συνελήφθησαν. Έτσι σταμάτησα τα γυρίσματα και ξεκίνησα έναν αγώνα να τους βγάλω από τη φυλακή! Αυτό το γεγονός με έκανε να χάσω την αρχική ορμή μου και να μην βγει τελικά προς τα έξω αυτό το δυνατό αποτέλεσμα που είχα στο μυαλό μου. Όμως όταν η ταινία άρχισε να προβάλλεται ενώπιον κοινού και να προκαλεί θετικά σχόλια και επιδοκιμασίες, χάρηκα πάρα πολύ γιατί είναι πολύ σημαντικό για μια ταινία να αρέσει πρώτα από όλα στον κόσμο.

 

Πως καταφέρατε να εξασφαλίσετε τη χρηματοδότηση της ταινίας;

Δεν ήταν εύκολο για μένα αλλά ευτυχώς είχα κάνει μια ταινία μικρού μήκους την Dinola που είχε πάρει 20 διεθνή βραβεία και είχε γίνει γνωστή και έτσι κατάφερα να εξασφαλίσω τη συμπαραγωγή του Doha Film Institute του Κατάρ αφού στη Γεωργία η χρηματοδότηση ταινιών είναι δύσκολη. Πολλοί σκηνοθέτες, μικρός ο συνολικός κρατικός προϋπολογισμός που μετά βίας ξεπερνάει το ένα εκατομμύριο ευρώ και πρέπει να περιμένεις χρόνια για να έρθει η σειρά σου.

Πως κρίνετε μια παράδοση τόσο σκληρή όσο αυτή στο Σβανέτι; Πως αισθάνεστε απέναντί της;

Όταν ήμουνα μικρή στο Σβανέτι και η γιαγιά μου μου αφηγούνταν την ιστορία της, θύμωνα πολύ με την παράδοση όπως και μετά που τέλειωσα το Πανεπιστήμιο και συνέχισα να την απορρίπτω ολοκληρωτικά. Όμως μετά από μερικά χρόνια άρχισα να βλέπω κάπως διαφορετικά τα πράγματα. Η ζωή είναι σκληρή στα χωριά του Ουζγκούλι, εννιά μήνες κρατάει ο χειμώνας, χιόνια και κρύο, οι δρόμοι και τα χωριά αποκλείονται, φάρμακα δεν υπάρχουν και οι άνθρωποι πρέπει να κρατηθούν από τις παραδόσεις τους για να επιβιώσουν. Εξάλλου στα ορεινά αυτά χωριά έχει καταγραφεί επίσημα ποσοστό γεννήσεων 70% αγοριών και 30% μόνο κοριτσιών με αποτέλεσμα οι άνδρες που θέλουν να παντρευτούν να μη βρίσκουν κορίτσια και να πρέπει πολλές φορές να παντρεύονται χήρες, όπως απαιτεί η παράδοση. Και όσο σκληρή και να είναι αυτή η παράδοση με τις γυναίκες είναι το ίδιο και με τους άντρες αφού μπορεί να λογοδοθούν με γυναίκες άσχημες ή που δεν τις αγαπούν αλλά επιβάλλεται να τις παντρευτούν, οπότε κι αυτοί γίνονται δυστυχισμένοι αφού η κοινωνία επιβάλλει τους κανόνες της.

Που νομίζετε ότι ανήκει περισσότερο η Γεωργία; Στην Ευρώπη ή την Ασία;

Εγώ γεννήθηκα και μεγάλωσα στα βουνά του Σβανέτι και ζώντας πάντοτε στη Γεωργία, θεωρώ ότι βρίσκεται κάπου στη μέση, σαν ένα πολιτιστικό σύνορο ανάμεσα σε 2 ηπείρους.

 

Ποια σκηνοθετική μέθοδο προτιμήσατε για να χειριστείτε ένα τόσο ευαίσθητο υλικό έτσι ώστε να μην προσβάλλετε τις πεποιθήσεις του Γεωργιανού κοινού και τις παραδόσεις του;

Πιστεύω ότι επιβάλλεται σεβασμός στις παραδόσεις που κουβαλάει μέσα του κάποιος. Το παρελθόν μας είναι οι παραδόσεις μας και πρέπει να μας κάνει υπερήφανους. Μπορεί και πρέπει να ζούμε στη σύγχρονη εποχή αλλά πρέπει να διατηρούμε και τον σεβασμό στην παράδοση. Και με αυτή την ιστορία ήθελα να δείξω τις συνέπειες που μπορεί να φέρει η μονόπλευρη τήρηση των παραδοσιακών κανόνων. Δεν καταγγέλλω την παράδοση όπως πολλοί νόμισαν ότι κάνω αλλά την τοποθετώ σε ρεαλιστικές διαστάσεις.  

Πως ήταν η υποδοχή της ταινίας στη Γεωργία; Τους άρεσε;

Α! Η πρεμιέρα της ταινίας θα γίνει τον Φεβρουάριο οπότε ελπίζω να τους αρέσει. Κάποιοι πάντως θύμωσαν γιατί δεν την δείξαμε πρώτα στη Γεωργία αλλά σε άλλες χώρες όπως για παράδειγμα εδώ στην Αθήνα.

Εκτός από τον Ελντάρ Σενγκελάϊα στον οποίο γίνεται αναφορά στην ταινία υπάρχουν άλλοι κλασσικοί σκηνοθέτες που σας επηρέασαν;

Ναι βέβαια, πολλοί κλασσικοί σκηνοθέτες έχω όμως προτίμηση στον Μιχαήλ Κολατόζοφ, που ήταν και Γεωργιανός. Η κλασσική του ταινία του 1930 «Αλάτι του Σβανέτι» γυρίστηκε στην πατρίδα μου το Ουζγκούλι. Αλλά και άλλες υπέροχες ταινίες είχε κάνει, Όταν περνούν οι γερανοί, Είμαι η Κούβα κλπ.

Τι δυσκολίες συναντήσατε στο γύρισμα κάτω από τόσο αντίξοες καιρικές συνθήκες;

Η κάμερα συχνά πάγωνε από το κρύο και αποκλειστήκαμε δύο εβδομάδες λόγω χιονοστιβάδας. Μπορεί η ομορφιά του τοπίου να είναι παραδεισένια αλλά η ζωή με αυτές τις συνθήκες είναι πολύ δύσκολη. Αν δεν ήταν τόσο όμορφος τόπος πιστεύω ότι όλοι θα είχαν μεταναστεύσει από εκεί. Και να πω και κάτι από τα παιδικά μου χρόνια. Έκανε τόσο κρύο και έπεφταν συνέχεια χιονοστιβάδες που τα παιδιά τα κοίμιζαν από σπίτι σε σπίτι ανάλογα με το ποιο θα πρόσφερε περισσότερη ασφάλεια κατά περίπτωση. Το χιόνι φθάνει τα 4 μέτρα στο Ουζγκούλι που είναι χτισμένο σε υψόμετρο 3 χιλιάδων μέτρων σχεδόν, ο ψηλότερος οικισμός στην Ευρώπη.

 

Ποια γλώσσα μιλιέται στην ταινία; Η Γεωργιανή ή η διάλεκτος του Σβανέτι;

Και οι δύο γλώσσες ακούγονται. Βέβαια τη διάλεκτο του Σβανέτι τη μιλούν σήμερα περί τους 10 χιλιάδες ανθρώπους και πολλοί νέοι άνθρωποι δεν την γνωρίζουν πια.

Θα βάλετε υπότιτλους όταν η ταινία προβληθεί στο κοινό της Γεωργίας;

Ναι θα υπάρχουν αλλά θα υπάρχει και άλλη βερσιόν ντουμπλαρισμένη στα Γεωργιανά.

Προς το τέλος της ταινίας στις σκηνές με το παιδί επικρατεί παντού το κόκκινο χρώμα. Υπάρχει κάποια σημασία σ αυτό;

Παλιά πίστευαν ότι όταν ένα παιδί πάθαινε ιλαρά, μπορούσαν να την «καλοπιάσουν» την αρρώστια με το κόκκινο χρώμα, να την κάνουν να μην είναι τόσο επιθετική. Είναι κι αυτό μέρος της παράδοσης και η αλήθεια είναι ότι στην ταινία παίρνει ένα μαγικό χαρακτήρα, δίνει μια άλλη μεταφυσική διάσταση στην κατάσταση. Αφού ούτως ή άλλως στις παλιές εποχές δεν υπήρχαν τα φάρμακα, δεν τους έμενε παρά μόνο η μαγεία για να διώξουν το κακό. Αν είχαν φάρμακα και βέβαια θα τα χρησιμοποιούσαν.

Για το Δυτικό κοινό αυτές οι παραδόσεις που περιγράφει η ταινία θεωρούνται καταπιεστικές για το γυναικείο φύλο και το μήνυμα της ταινίας φεμινιστικό. Πιστεύετε ότι στο μέλλον θα μπορέσει να υπάρξει βελτίωση της θέσης της γυναίκας στο πλαίσιο αυτής της αυστηρής παράδοσης;

Σε ένα περιοδικό στην Ευρώπη γράφτηκε για την ταινία μου ότι δεν κατάφερα τελικά να κάνω μια φεμινιστική ταινία. Μπορεί να υπερασπίζομαι τα δικαιώματα των γυναικών ωστόσο δεν ήθελα να κάνω μια φεμινιστική ταινία. Όσον αφορά την αυστηρότητα της παράδοσης και οι άνδρες υπόκεινται σ αυτήν, και αυτοί έχουν δικαιώματα. Είναι πιο πολύ ανθρωπιστική η ματιά μου. Εξάλλου η παράδοση σιγά σιγά προσαρμόζεται στις ανάγκες της σύγχρονης ζωής. Τα γεγονότα που περιγράφει η ταινία συνέβησαν τη δεκαετία του 90. Από τότε έχει χαλαρώσει αρκετά η κατάσταση…

Η ταινία Dede θα προβάλλεται στις αίθουσες από 21.12.17 σε διανομή της New Star. Η επίσημη πρεμιέρα θα δοθεί την Κυριακή 17.12.17 στις 6μμ στην ΑΛΚΥΟΝΙΔΑ της οδού Ιουλιανού. 

Συνέντευξη: Τάσος Ντερτιλής